- προσελθόντα
- προσέρχομαιcomeaor part act neut nom/voc/acc plπροσέρχομαιcomeaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσελθόνθ' — προσελθόντα , προσέρχομαι come aor part act neut nom/voc/acc pl προσελθόντα , προσέρχομαι come aor part act masc acc sg προσελθόντι , προσέρχομαι come aor part act masc/neut dat sg προσελθόντε , προσέρχομαι come aor part act masc/neut nom/voc/acc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσελθόντ' — προσελθόντα , προσέρχομαι come aor part act neut nom/voc/acc pl προσελθόντα , προσέρχομαι come aor part act masc acc sg προσελθόντι , προσέρχομαι come aor part act masc/neut dat sg προσελθόντε , προσέρχομαι come aor part act masc/neut nom/voc/acc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπαλαίω — ΜΑ [παλαίω] μτφ. αγωνίζομαι («τὸν γὰρ προσελθόντα οὐκ ἀνίης πρὶν ἀναγκάσῃς... ἐν τοῑς λόγοις προσπαλαῑσαι», Πλάτ.) αρχ. 1. παλεύω με κάποιον 2. φρ. «προσπαλαίω σφαίρᾳ» γυμνάζομαι στη σφαιροβολία … Dictionary of Greek